προδύσεις

προδύσεις
πρόδυσις
earlier setting
fem nom/voc pl (attic epic)
πρόδυσις
earlier setting
fem nom/acc pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προανατολή — ἡ, Α [προανατέλλω] 1. η ανατολή τού Ηλίου η οποία γίνεται νωρίτερα («προανατολαὶ καὶ προδύσεις γίνονται», Γέμιν.) 2. (για αστέρα) η πριν από τη δύση τού Ηλίου ανατολή πάνω από τον ανατολικό ορίζοντα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”